-
1 ἔκχυτος
ἔκ-χυτος, ausgegossen, ausgebreitet; κόμη, das Laub des Epheu; γέλως, ausgelassenes Lachen; τὸ ἔκχυτον, ein flüssiges Gericht -
2 καχασμός
καχασμός, ὁ, ausgelassenes Lachen, ἔκχυτος γέλως, VLL.; so lies't Rav. cod. Ar. Nub. 1072 für κιχλισμός. – Sp., wie Clem. Al. u. Poll. 6, 199, haben καγχασμός.
-
3 καγχασμός
καγχασμός, ὁ, ausgelassenes Lachen, Clem. Al. paed. 2, 5; VLL. ἔκχυτος γέλως. S. καχασμός.
См. также в других словарях:
έκχυτος — η, ο (AM ἔκχυτος, ον) 1. ο χυμένος έξω, εκτεταμένος, ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, χυτός, διάχυτος 2. φρ. α. «έκχυτος κόμη» πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιά β. «έκχυτος γέλως» υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο γέλιο γ. γεωλ. «έκχυτα πετρώματα» κατηγορία… … Dictionary of Greek